υπερίπταμαι

υπερίπταμαι
(αόρ. υπερέπτην) лететь, пролететь над (чём-л.); парить над (чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπερίπταμαι" в других словарях:

  • υπερίπταμαι — ὑπερίπταμαι ΝΑ πετώ πάνω από μια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. τού πέτομαι] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερίπταμαι — ὑπερπέτομαι fly over pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»